- παρέμφυσις
- παρέμ-φῠσις, εως, ἡ,A point of attachment, Heliod. ap. Orib.45.9.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρέμφυσις — εως, ἡ, Α [παρεμφύομαι] 1. η σε κοντινή απόσταση έκφυση, η πλάγια βλάστηση 2. προσκόλληση … Dictionary of Greek
παρεμφύσει — παρέμφυσις point of attachment fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρεμφύσεϊ , παρέμφυσις point of attachment fem dat sg (epic) παρέμφυσις point of attachment fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)